- Ἑβραικῶς
- Ἑβραϊκῶς , Ἑβραικόςa Hebrewadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εβραϊκός — ή, ό (AM ἑβραϊκός, ή, όν) Ι. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Εβραίους ή προέρχεται από αυτούς νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η Εβραϊκή α) η γλώσσα τών Εβραίων β) η συνοικία όπου κατοικούν ή έχουν τα καταστήματα τους οι Εβραίοι II. επίρρ. εβραϊκά (Μ… … Dictionary of Greek